- εὐωδίη
- εὐωδίαsweet smellfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευωδία — και ευωδιά, η (ΑΜ εὐωδία, Α και ιων. τ. εὐωδίη) [ευώδης] ευχάριστη οσμή, ευοσμία, άρωμα, μυρωδιά μσν. (για θεϊκή προσφορά) ευλογία, χάρη … Dictionary of Greek